Τε 28/5 5:43

Πέταξα το τσιγάρο μου
Μου λείπεις
Τώρα
Που ξημερώνει εδώ και έχω γύρω φίλους και γνωστούς
Που ξημερώνει
Που άγνωστοι παίζουν ρεμπέτικα την τελευταία ώρα
Που είμαι κάπου ανάμεσα σε όλους
Δεν είσαι ο οποιοσδήποτε
Νιώθω εξαντλημένη και σίγουρα όχι νηφάλια
Οι λάμπες τριγύρω έχουν σβήσει
Ακούω τα πρώτα πρωινά πουλιά
Και μου λείπεις
Σπάνε μπουκάλια 
και μάλλον όλοι γύρω είναι υπό την επήρεια 
Τα χέρια σου γύρω μου
Αυτό μου λείπει
Και ίσως κάποιος ψίθυρος
Όλη τη νύχτα
Και όλη τη μέρα
Μου λείπεις 
Μου λείπεις
Κάπου ανάμεσα στη (;) και τον αναστεναγμό,
την κρυφή εξομολόγηση και τη βαθιά συζήτηση,
την αϋπνία και το οτιδήποτε
μου λείπεις
μου λείπεις

εσύ

απώλεια

απώλεια (η) ουσ.: στέρηση πράγματος που είχε κανείς στην κατοχή του|| θάνατος||
                             (και για καταστάσεις): απώλεια της συνειδήσεως||
                             πληθ. απώλειες, το σύνολο των νεκρών, τραυματιών και αιχμαλώτων σε πολεμική επιχείρηση

η απώλεια αναφέρεται σε κάτι που έχει χαθεί, που, σε οποιαδήποτε περίπτωση, δεν υπάρχει πια όπως ήταν μέχρι να χαθεί γνωστό
παρόλο όμως του αφαιρετικού της χαρακτήρα, η απώλεια πιάνει πολύ όγκο στον χώρο
οτιδήποτε έχει συσχετιστεί με το αντικείμενο που έχει πια απολεστεί, λειτουργεί πλέον ως σύμβολο ή υπενθύμιση της απώλειας
η απώλεια ζει στα σύμβολα ή τις υπενθυμίσεις που έχουν μείνει πίσω, τα στιγματίζει και τα κατατρώει

π.χ.: μια άδεια γυάλα θυμίζει το ψάρι που είχες κάποτε
       η φωτογραφία ενός αγαπημένου σου προσώπου που χάθηκε σου το θυμίζει
       το κρεβάτι σου θα συνεχίζει να σου θυμίζει αυτούς με τους οποίους κυλίστηκες πάνω του
       τα παιδικά σου παιχνίδια θα θυμίζουν έναν πιο νέο, αγνό κι όμορφο εαυτό σου

για μένα, εάν η απώλεια ήταν άνθρωπος, με ευκολία λέω πως θα ήταν μια χοντρή γυναίκα, αρκετά αδέξια κι αφελής. θα είχε ένα πρόσωπο κοινό και κάπως παιδικό. θα φορούσε πάντα κίτρινα ή πορτοκαλί. όλοι θα την είχαν για χαζούλα αλλά στην πραγματικότητα θα ήταν μια ιδιαίτερα προβληματισμένη ύπαρξη. σίγουρα η αυτοπεποίθησή της θα ήταν χαμηλή με τόσες ζημιές που κάνει όλη την ώρα
"ω, συγγνώμη γι αυτό"
"με συγχωρείτε, δε γνώριζα"
"ωχ, μα τι αδέξια που είμαι!"

ανάσα στις 11:06

η ανάσα που πετιέται ξαφνικά και τα ξεγυμνώνει όλα
αυτό το "φιού" που θα λεγε ένας σκιτσογράφος
η ανακούφιση, η επιστροφή στην πίστη, το μισό χαμόγελο που φανερώνει την προδοσία του εαυτού
όχι ακριβώς αναστεναγμός
είναι όλη εκείνη η κρυφή αγωνία και η πίκρα που δεν την αποκαλύπτεις πουθενά
και να σου ένα σημάδι πως τίποτα κακό δεν έχει συμβεί
εκπνοή με στόμφο
γιατί τα χείλη δεν ήταν έτοιμα γι αυτή την έκπληξη και αρνήθηκαν να κινηθούν
γέρνεις λίγο πίσω
αφήνεις την στάση άμυνας, χαλαρώνεις,
δεν υπάρχει λόγος να συνεχίσεις να σαι σε εγρήγορση
αυτό το "δόξα τω θεώ είναι καλά"

πάλι εγώ

πάλι εδώ.
η θέα μου η ίδια
τα περαστικά αμάξια λιγότερα από άλλες φορές
και βροχή πολλή
και καπνός
όπως κάθε άλλη φορά

και τώρα το μόνο που θέλω είναι να κάνω μια γρήγορη κίνηση με το αριστερό μου χέρι
να έτσι
και να βάλω φωτιά στη βροχή
να αρχίσουν όλα να καίγονται αργά
και γρήγορα να χουν γίνει στάχτη