όταν κλείνω τα μάτια, είμαι μια οργή απερίγραπτη.
είμαι μια κραυγή που το εκτόπισμά της με εξουδετερώνει.
τρέχω (εγώ που δεν τρέχω ποτέ)
με τα μάτια κλειστά τρέχω και απλώνομαι ταχύτατα εμπρός
έχω την έκφραση του δρομέα στο πρόσωπό μου.
είναι, νομίζω, η ιδέα μου για την λύτρωση το τρέξιμο
(εμένα που δεν τρέχω ποτέ)
νιώθω να αδειάζω
και πάνω που πάω να γεμίσω να αδειάζω ξανά,
να μην μπορώ να συγκρατήσω το τρέμουλο στα χέρια
-που ανακλά το τρέμουλο στη σκέψη-
συνεχίζω να μη θέλω να μιλάω πια αλλά κανείς δεν το παίρνει στα σοβαρά
συνεχίζω να θεωρώ ιδανικό πρωινό αυτό που ξεκινά με σένα κουρνιασμένο δίπλα μου
είμαι μια κραυγή που το εκτόπισμά της με εξουδετερώνει.
τρέχω (εγώ που δεν τρέχω ποτέ)
με τα μάτια κλειστά τρέχω και απλώνομαι ταχύτατα εμπρός
έχω την έκφραση του δρομέα στο πρόσωπό μου.
είναι, νομίζω, η ιδέα μου για την λύτρωση το τρέξιμο
(εμένα που δεν τρέχω ποτέ)
νιώθω να αδειάζω
και πάνω που πάω να γεμίσω να αδειάζω ξανά,
να μην μπορώ να συγκρατήσω το τρέμουλο στα χέρια
-που ανακλά το τρέμουλο στη σκέψη-
συνεχίζω να μη θέλω να μιλάω πια αλλά κανείς δεν το παίρνει στα σοβαρά
συνεχίζω να θεωρώ ιδανικό πρωινό αυτό που ξεκινά με σένα κουρνιασμένο δίπλα μου