απώλεια

απώλεια (η) ουσ.: στέρηση πράγματος που είχε κανείς στην κατοχή του|| θάνατος||
                             (και για καταστάσεις): απώλεια της συνειδήσεως||
                             πληθ. απώλειες, το σύνολο των νεκρών, τραυματιών και αιχμαλώτων σε πολεμική επιχείρηση

η απώλεια αναφέρεται σε κάτι που έχει χαθεί, που, σε οποιαδήποτε περίπτωση, δεν υπάρχει πια όπως ήταν μέχρι να χαθεί γνωστό
παρόλο όμως του αφαιρετικού της χαρακτήρα, η απώλεια πιάνει πολύ όγκο στον χώρο
οτιδήποτε έχει συσχετιστεί με το αντικείμενο που έχει πια απολεστεί, λειτουργεί πλέον ως σύμβολο ή υπενθύμιση της απώλειας
η απώλεια ζει στα σύμβολα ή τις υπενθυμίσεις που έχουν μείνει πίσω, τα στιγματίζει και τα κατατρώει

π.χ.: μια άδεια γυάλα θυμίζει το ψάρι που είχες κάποτε
       η φωτογραφία ενός αγαπημένου σου προσώπου που χάθηκε σου το θυμίζει
       το κρεβάτι σου θα συνεχίζει να σου θυμίζει αυτούς με τους οποίους κυλίστηκες πάνω του
       τα παιδικά σου παιχνίδια θα θυμίζουν έναν πιο νέο, αγνό κι όμορφο εαυτό σου

για μένα, εάν η απώλεια ήταν άνθρωπος, με ευκολία λέω πως θα ήταν μια χοντρή γυναίκα, αρκετά αδέξια κι αφελής. θα είχε ένα πρόσωπο κοινό και κάπως παιδικό. θα φορούσε πάντα κίτρινα ή πορτοκαλί. όλοι θα την είχαν για χαζούλα αλλά στην πραγματικότητα θα ήταν μια ιδιαίτερα προβληματισμένη ύπαρξη. σίγουρα η αυτοπεποίθησή της θα ήταν χαμηλή με τόσες ζημιές που κάνει όλη την ώρα
"ω, συγγνώμη γι αυτό"
"με συγχωρείτε, δε γνώριζα"
"ωχ, μα τι αδέξια που είμαι!"

1 σχόλιο:

  1. ωραια η περιγραφη της ανθρωπινης μορφης της :)

    καθημερινα εστω και συνειρμικα βρισκομαστε αντιμετωποι με την αναμνηση διαφορων απωλειων.

    ΑπάντησηΔιαγραφή