είναι η πρώτη μέρα της υπόλοιπης ζωής σου, λένε.
αυτός που θέλει δεν ψάχνει αφετηρίες σε μακρινές χρονικές στιγμές. τις βρίσκει γρήγορα κι απλά με το χτύπημα των δυο δαχτύλων.
δεν θα περιμένει τον Σεπτέμβρη ή την Δευτέρα ή το Πάσχα...
καθόταν πλάι στο παράθυρο με το κεφάλι να ακουμπά στο τζάμι. κολυμπούσε το βλέμμα της μέσα στη καλοκαιρινή βροχούλα και παράλληλα ο νους της πάλευε να πιαστεί από κάτι -οτιδήποτε- για να μη πνιγεί στη βαθιά χαοτική λίμνη σκέψεων που πρωτύτερα η ίδια τον είχε πετάξει. όπως πάντα τον τελευταίο καιρό σκεφτόταν εκείνα' τα ζιζάνια που θέριευαν στον αγαπημένο της κήπο κι έπνιγαν τα μικρά βλαστάρια των λαχανικών που 'χε φυτέψει. και γεμάτη πόνο σκεφτόταν πως ίσως ήρθε η στιγμή να πάρει την μεγαλύτερη απόφαση της ζωής της: να ξεριζώσει τα ζιζάνια που κάναν τόσο κακό στο μικρό της θησαυρό. και το δίλημμα γινόταν όλο και πιο δύσκολο καθώς η ίδια είχε ρίξει τους μικρούς γκριζωπούς σπόρους τους στο γόνιμα χώμα της αυλής της. ένιωθε ένοχη που το χε κάνει- και μετανιωμένη. και θα ένιωθε ακόμη πιο ένοχη αν τα ξερίζωνε.
καιρό τώρα τα παραμελούσε με την ελπίδα να μαραθούν, να ξεραθούν. μα τίποτα δεν γινόταν. και αν κάποια φορά λίγο μαράζωναν, παρέσυραν και τα διπλανά φυτά μαζί κι αυτό την έθλιβε' και ξεκινούσε πάλι με ζήλο να τα φροντίζει και να τα υπηρετεί.
η βροχή σταμάτησε, μα στο μυαλό της συνέχισαν να παίζουν σενάρια διάφορα και να χορεύουν αναμνήσεις, υποσχέσεις κι ελπίδες... για ένα δευτερόλεπτο επανήλθε στο τώρα, απομάκρυνε το βλέμμα απ το παράθυρο και ψιθύρισε στον εαυτό της με απολογητικό τόνο "θ΄αποφασίσω μια άλλη φορά..", έβαλε το μέτωπο στις παλάμες της κι αναστέναξε γι ακόμη μια φορά την απολογία της.. "είναι η μεγαλύτερη απόφαση της ζωής μου"
δεν θα περιμένει τον Σεπτέμβρη ή την Δευτέρα ή το Πάσχα...
καθόταν πλάι στο παράθυρο με το κεφάλι να ακουμπά στο τζάμι. κολυμπούσε το βλέμμα της μέσα στη καλοκαιρινή βροχούλα και παράλληλα ο νους της πάλευε να πιαστεί από κάτι -οτιδήποτε- για να μη πνιγεί στη βαθιά χαοτική λίμνη σκέψεων που πρωτύτερα η ίδια τον είχε πετάξει. όπως πάντα τον τελευταίο καιρό σκεφτόταν εκείνα' τα ζιζάνια που θέριευαν στον αγαπημένο της κήπο κι έπνιγαν τα μικρά βλαστάρια των λαχανικών που 'χε φυτέψει. και γεμάτη πόνο σκεφτόταν πως ίσως ήρθε η στιγμή να πάρει την μεγαλύτερη απόφαση της ζωής της: να ξεριζώσει τα ζιζάνια που κάναν τόσο κακό στο μικρό της θησαυρό. και το δίλημμα γινόταν όλο και πιο δύσκολο καθώς η ίδια είχε ρίξει τους μικρούς γκριζωπούς σπόρους τους στο γόνιμα χώμα της αυλής της. ένιωθε ένοχη που το χε κάνει- και μετανιωμένη. και θα ένιωθε ακόμη πιο ένοχη αν τα ξερίζωνε.
καιρό τώρα τα παραμελούσε με την ελπίδα να μαραθούν, να ξεραθούν. μα τίποτα δεν γινόταν. και αν κάποια φορά λίγο μαράζωναν, παρέσυραν και τα διπλανά φυτά μαζί κι αυτό την έθλιβε' και ξεκινούσε πάλι με ζήλο να τα φροντίζει και να τα υπηρετεί.
η βροχή σταμάτησε, μα στο μυαλό της συνέχισαν να παίζουν σενάρια διάφορα και να χορεύουν αναμνήσεις, υποσχέσεις κι ελπίδες... για ένα δευτερόλεπτο επανήλθε στο τώρα, απομάκρυνε το βλέμμα απ το παράθυρο και ψιθύρισε στον εαυτό της με απολογητικό τόνο "θ΄αποφασίσω μια άλλη φορά..", έβαλε το μέτωπο στις παλάμες της κι αναστέναξε γι ακόμη μια φορά την απολογία της.. "είναι η μεγαλύτερη απόφαση της ζωής μου"