να μαζέψω όλες εκείνες τις φορές που δεν έμαθες πως υπήρξαν
να τις βάλω σε ένα κουτί και να στις δώσω.
ή καλύτερα να τις κάνω έναν μπουκέτο
να μπορείς να τις βλέπεις να μαραίνονται μέρα με τη μέρα

Αχόρταγα

Αχόρταγα
Είναι ο μόνος τρόπος που μπορούμε να το κάνουμε
Ερωτικό κατοχικό σύνδρομο
Οι σύντροφοι έρχονται και πάνε
Τι έκπληξη μπορεί να επιφυλάσσει για την ψυχή η εναλλαγή τους;
Όχι από επιλογή
από ανάγκη, από ανωτέρα βία, από συνδυασμό περιπτώσεων
Τυλίγουμε το χρυσόχαρτο των σχέσεών μας για όταν ξεμείνουμε.
Στερούμαστε τη σπάταλη απόλαυση που ακολουθεί την έξαψη του έρωτα
έτσι θα διαρκέσει περισσότερο  (;)
Αμφιβάλλω
Κι αν είχα αμφιβάλλει από την αρχή
τώρα δε θα μετρούσα τις ασήμαντες μετάνοιες

που μας κράτησαν μακριά

οι καλές πετσέτες και οι καλοί άνθρωποι

η μια μου γιαγιά είχε πάντα στο σπίτι της πράματα που δεν χρησιμοποιούσε ποτέ και που εμείς οι υπόλοιποι δεν έπρεπε να τα πειράζουμε ποτέ.
για παράδειγμα, είχε κρεμασμένες στην κουζίνα 2-3 πετσέτες που δεν έπρεπε να τις πιάνουμε ούτε να σκουπίζουμε τα χέρια μας με αυτές ούτε τα πιάτα. τίποτα.
ήταν οι καλές της πετσέτες.
αντίστοιχα είχε κι άλλα "καλά" πράματα που απαγορευόταν να αγγίξουμε.
μπορούσαμε όμως να τα κοιτάμε.
μιας που ανέφερα σαν παράδειγμα τις πετσέτες να πω και το ότι εγώ πάντα σκούπιζα τα χέρια μου σε αυτές και μάλιστα όχι κρυφά. χαμογελούσα πλατιά και κοιτούσα τη γιαγιά στα μάτια ενώ το έκανα.
ωρυόταν φυσικά αλλά ως εκεί.
με τον καιρό το συνήθισε.

λοιπόν, υπάρχουν σίγουρα και άλλες γιαγιάδες εκεί έξω που το κάνουν αυτό και παππούδες και πιο νέοι και έφηβοι και οποιασδήποτε ηλικίας και φύλου άνθρωποι.
υπάρχουν όμως κι εκείνοι που εφαρμόζουν το σκεπτικό αυτό (του καλού αντικειμένου) όχι σε αντικείμενα αλλά σε άλλους ανθρώπους.
ενώ οι πετσέτες κατά πάσα πιθανότητα δε νιώθουν τη διαφορά ανάμεσα στο να κρέμονται απλά και το να κρέμονται και να λερώνονται και να βρέχονται και να πλένονται και να σιδερώνονται και να μένουν στο συρτάρι και να ξανακρέμονται στην κουζίνα'
οι άνθρωποι νιώθουν ο,τι χάνουν.
όποια στιγμή, συγκίνηση, κουβέντα, εμπειρία θα μπορούσε να ζήσει ένας "καλός" οτιδήποτε
την νιώθει πάνω του από την ανάποδη. 
προστίθεται πάνω του, ναι. αλλά με αρνητικό πρόσημο.


ανθυγιεινό 1

Δεν ξέρω για σένα,
πάντως, εγώ ξύπνησα κάπως χαρούμενη, ήρεμη.
Μάλλον χρειαζόμουν αυτά που μου είπες χθες
Μάλλον χρειαζόμουν να τ ακούσω
και ταυτόχρονα να βγάλω την ανασφάλεια από μέσα μου, να την εκφράσω
Ξύπνησα χαζή.
Τι είναι αυτό που μου κάνεις;
Τι είναι αυτό που σου επιτρέπω να μου κάνεις;

Για όλα

Αυτό το πέπλο που δε φαίνεται
Και ούτε θα μπορούσε κάποιος λαθεμένα να αποκαλέσει «αύρα»
Αυτό που σε τυλίγει σα να σαι το πιο εύθραυστο και πολύτιμο κρύσταλλο
Και το βλέπω μόνο εγώ
Έρχεται σε αντίθεση με ό,τι εισπράττουν οι υπόλοιπες αισθήσεις μου

Κλείνω τα μάτια και
Είσαι μια σκιά
Μια απουσία
Μια ανάμνηση που πρόλαβε να με προδώσει
Ένα ακόμη σπίρτο
Μερικά πολύ γλυκά λόγια και βλέμματα
Διάφορα σε χρόνο παρελθοντικό, ξεχειλωμένα, τραβηγμένα, πλαστικά

Ανοίγω τα μάτια και
Είσαι η μούσα
Οι στιγμές που έπρεπε να είχαν αποτυπωθεί
Τα μόνα μάτια
Τα μόνα χείλη
Τα μόνα χέρια
Όλες οι ιδέες

Όλα  τα κίνητρα













1:03 μ.μ.
με μια κοπέλα στα δεξιά και ένα παχουλό άσπρο κουτάβι στα αριστερά
ο έρωτας του δημοτικού γλιστράει στο μικρό δρομάκι κάτω απ το μπαλκόνι μου
πάνω που αναρωτιέμαι για τα πάντα
μια ξεχωριστή αχτίδα πέφτει καταπάνω του εδώ στην αρχή του καλοκαιρινού μεσημεριού
μάλλον επειδή είναι ευτυχισμένος

ποια είναι η πρώτη ύλη της ευτυχίας;
Στα αποχαιρετιστήρια γράμματα που σου γράφω στο μυαλό μου χρησιμοποιώ πένα με μαύρο μελάνι και κάνω εκπληκτικά καλλιγραφικά γράμματα.
(γράμματα-γράμματα)
Τα γράφω ενώ κοιμάσαι στο κρεβάτι μας, στη μεριά σου (δεξιά) στο πλάι. Δεν έχω αποφασίσει που θα ήταν καλύτερο να τ' ακουμπήσω. Ξεκλειδώνω την πόρτα προσεκτικά ενώ έχω αφήσει τη βρύση να τρέχει (να νομίζεις ότι πλένομαι αν μ' ακούσεις). Την κλείνω αφότου έχω ντυθεί, καλώ το ασανσέρ, φεύγω.
Στο μυαλό μου, δεν έχει υπάρξει πιο πικρή "έξοδος" από το διαμέρισμά σου. Βιάζομαι να φύγω, αφενός, για να μη σε δω και με σταματήσεις είτε ακούσια είτε εκούσια και, αφετέρου, γιατί η λύτρωσή μου μοιάζει να ξεκινά δυο βήματα πέρα από την εξώπορτά σου. Καθώς παίρνω το λεωφορείο νιώθω σταδιακά όλο και πιο μακριά από την συναισθηματική ομηρία σου.
Πού να ξερες τι σκέφτομαι.!

και ότι είχες δίκιο πως τίποτα δε θα 'ναι όπως πριν
μπλεγμένα μεταξύ τους δάχτυλα, εξομολογήσεις, μάτια υγρά

δεν αντέχω να 'μαι μακριά σου 2 μέρες τώρα
τόσους μήνες πώς τους άντεξα;

στο κρεβάτι μας
μαζί
Μια κραυγή
Όλη μέρα μια κραυγή που πηγάζει βαθιά απ τα σωθικά μου

Πού είσαι;

Αιμορραγώ ανάγκη να σε δω
να σε κρατήσω

είναι ο αγκώνας μιας άλλης. πρέπει να φύγει. ας έχω όμως καλή συνέχεια

αφήνω το βλέμμα να πλανηθεί ενώ κάνω άσκοπα κλικ με το ποντίκι στο ίδιο σημείο
βουρκώνω και αδειάζω με τη μία
μάζευα το κουράγιο μου μια ολόκληρη βδομάδα για να σου μιλήσω
κι εσύ πρέπει να φύγεις τώρα
πού πας;
πότε έγινε περίεργο να με ενδιαφέρει πού πας;
πότε σταμάτησα να θέλω να έρχομαι μαζί σου;

πότε αποκόπηκες από μένα;

γιατί δεν έκανα κι εγώ το αντίστοιχο;

όσο περνάν οι μέρες, οι αναμνήσεις τρέχουν πιο γρήγορα στο μυαλό μου
στην αρχή, θυμόμουν κάθε μέρα κάτι καινούριο που είχε ξεχαστεί
"α, τότε που έγινε αυτό.."
"α, ο τρόπος που εκείνο.."
τώρα έρχονται όλα αυτά μαζεμένα και μανιασμένα προς το μέρος μου
έχω κάνει την επανάληψή μου, τα έχω μάθει όλα πολύ καλά
σ αγαπώ και σε μισώ ταυτόχρονα
και όλες οι αναμνήσεις μας με στοιχειώνουν και με κομματιάζουν

α, για δες, ο τρόπος που χάιδευες την πλάτη μου 
την τελευταία φορά που ήμουν στο κρεβάτι σου
μου έκλεψε δυο δάχτυλα του ποδιού
κι έφυγε σα κυνηγημένος

γενέθλια αναμνήσεων

πέρυσι τέτοια ώρα ήμασταν μαζί στο σαλόνι σου.
εγώ ξαπλωμένη ανάσκελα στον καναπέ και συ ξαπλωμένος πάνω μου με το κεφάλι στο στήθος μου.
τεντώθηκες και σταμάτησες την ταινία,
να έχεις ο,τι θέλεις, μου ευχήθηκες.
εσένα, σκέφτηκα αλλά δεν το είπα αφού το ήξερες
και η ευχή μου έπιασε για κάμποσο και σ είχα και εσύ είχες εμένα όχι κτητικά με αίσθηση ιδιοκτησίας και ζήλιες και τέτοια

τα πιο όμορφα γενέθλια όλων των ως τώρα χρόνων τα πέρασα μαζί σου
και σήμερα δε γιορτάζω τη γέννησή μου
αλλά την ανάμνηση του πέρσι

και τώρα τι θες; -είπες- πάμε να βρούμε κανένα ζαχαροπλαστείο ανοιχτό;
γιατί;
ε, όταν κάποιος έχει γενέθλια τρώει κάτι γλυκό

(μα, τι παιδί που είσαι)

Τε 28/5 5:43

Πέταξα το τσιγάρο μου
Μου λείπεις
Τώρα
Που ξημερώνει εδώ και έχω γύρω φίλους και γνωστούς
Που ξημερώνει
Που άγνωστοι παίζουν ρεμπέτικα την τελευταία ώρα
Που είμαι κάπου ανάμεσα σε όλους
Δεν είσαι ο οποιοσδήποτε
Νιώθω εξαντλημένη και σίγουρα όχι νηφάλια
Οι λάμπες τριγύρω έχουν σβήσει
Ακούω τα πρώτα πρωινά πουλιά
Και μου λείπεις
Σπάνε μπουκάλια 
και μάλλον όλοι γύρω είναι υπό την επήρεια 
Τα χέρια σου γύρω μου
Αυτό μου λείπει
Και ίσως κάποιος ψίθυρος
Όλη τη νύχτα
Και όλη τη μέρα
Μου λείπεις 
Μου λείπεις
Κάπου ανάμεσα στη (;) και τον αναστεναγμό,
την κρυφή εξομολόγηση και τη βαθιά συζήτηση,
την αϋπνία και το οτιδήποτε
μου λείπεις
μου λείπεις

εσύ

απώλεια

απώλεια (η) ουσ.: στέρηση πράγματος που είχε κανείς στην κατοχή του|| θάνατος||
                             (και για καταστάσεις): απώλεια της συνειδήσεως||
                             πληθ. απώλειες, το σύνολο των νεκρών, τραυματιών και αιχμαλώτων σε πολεμική επιχείρηση

η απώλεια αναφέρεται σε κάτι που έχει χαθεί, που, σε οποιαδήποτε περίπτωση, δεν υπάρχει πια όπως ήταν μέχρι να χαθεί γνωστό
παρόλο όμως του αφαιρετικού της χαρακτήρα, η απώλεια πιάνει πολύ όγκο στον χώρο
οτιδήποτε έχει συσχετιστεί με το αντικείμενο που έχει πια απολεστεί, λειτουργεί πλέον ως σύμβολο ή υπενθύμιση της απώλειας
η απώλεια ζει στα σύμβολα ή τις υπενθυμίσεις που έχουν μείνει πίσω, τα στιγματίζει και τα κατατρώει

π.χ.: μια άδεια γυάλα θυμίζει το ψάρι που είχες κάποτε
       η φωτογραφία ενός αγαπημένου σου προσώπου που χάθηκε σου το θυμίζει
       το κρεβάτι σου θα συνεχίζει να σου θυμίζει αυτούς με τους οποίους κυλίστηκες πάνω του
       τα παιδικά σου παιχνίδια θα θυμίζουν έναν πιο νέο, αγνό κι όμορφο εαυτό σου

για μένα, εάν η απώλεια ήταν άνθρωπος, με ευκολία λέω πως θα ήταν μια χοντρή γυναίκα, αρκετά αδέξια κι αφελής. θα είχε ένα πρόσωπο κοινό και κάπως παιδικό. θα φορούσε πάντα κίτρινα ή πορτοκαλί. όλοι θα την είχαν για χαζούλα αλλά στην πραγματικότητα θα ήταν μια ιδιαίτερα προβληματισμένη ύπαρξη. σίγουρα η αυτοπεποίθησή της θα ήταν χαμηλή με τόσες ζημιές που κάνει όλη την ώρα
"ω, συγγνώμη γι αυτό"
"με συγχωρείτε, δε γνώριζα"
"ωχ, μα τι αδέξια που είμαι!"

ανάσα στις 11:06

η ανάσα που πετιέται ξαφνικά και τα ξεγυμνώνει όλα
αυτό το "φιού" που θα λεγε ένας σκιτσογράφος
η ανακούφιση, η επιστροφή στην πίστη, το μισό χαμόγελο που φανερώνει την προδοσία του εαυτού
όχι ακριβώς αναστεναγμός
είναι όλη εκείνη η κρυφή αγωνία και η πίκρα που δεν την αποκαλύπτεις πουθενά
και να σου ένα σημάδι πως τίποτα κακό δεν έχει συμβεί
εκπνοή με στόμφο
γιατί τα χείλη δεν ήταν έτοιμα γι αυτή την έκπληξη και αρνήθηκαν να κινηθούν
γέρνεις λίγο πίσω
αφήνεις την στάση άμυνας, χαλαρώνεις,
δεν υπάρχει λόγος να συνεχίσεις να σαι σε εγρήγορση
αυτό το "δόξα τω θεώ είναι καλά"

πάλι εγώ

πάλι εδώ.
η θέα μου η ίδια
τα περαστικά αμάξια λιγότερα από άλλες φορές
και βροχή πολλή
και καπνός
όπως κάθε άλλη φορά

και τώρα το μόνο που θέλω είναι να κάνω μια γρήγορη κίνηση με το αριστερό μου χέρι
να έτσι
και να βάλω φωτιά στη βροχή
να αρχίσουν όλα να καίγονται αργά
και γρήγορα να χουν γίνει στάχτη

εξουδετέρωση, παράδοση, ανασυγκρότηση ηθικής

όταν κλείνω τα μάτια, είμαι μια οργή απερίγραπτη.
είμαι μια κραυγή που το εκτόπισμά της με εξουδετερώνει.
τρέχω (εγώ που δεν τρέχω ποτέ)
με τα μάτια κλειστά τρέχω και απλώνομαι ταχύτατα εμπρός
έχω την έκφραση του δρομέα στο πρόσωπό μου.
είναι, νομίζω, η ιδέα μου για την λύτρωση το τρέξιμο
(εμένα που δεν τρέχω ποτέ)

νιώθω να αδειάζω
και πάνω που πάω να γεμίσω να αδειάζω ξανά,
να μην μπορώ να συγκρατήσω το τρέμουλο στα χέρια
-που ανακλά το τρέμουλο στη σκέψη-

συνεχίζω να μη θέλω να μιλάω πια αλλά κανείς δεν το παίρνει στα σοβαρά
συνεχίζω να θεωρώ ιδανικό πρωινό αυτό που ξεκινά με σένα κουρνιασμένο δίπλα μου
αν φύγεις όντως
καλά να περάσεις
και να προσέχεις
αν φύγεις σαν τον κλέφτη
θα με πικράνεις
θα κάνω ό,τι δεν πρέπει
με τη δικαιολογία της απουσίας σου
θα θυσιάσω τον καλύτερο εαυτό μου
στον βωμό του μεγάλου ταλαιπωρημένου έρωτα
όταν γυρίσεις
ή δε θα μ αναγνωρίσεις
ή θα με σώσεις
ή δε θα με ψάξεις
ή δε θα με βρεις
δε θέλω να γράψω τίποτα άλλο ποτέ πια και
δε θέλω να πω τίποτα άλλο ποτέ πια και
δε θέλω να ακούσω τίποτα άλλο ποτέ πια και 
δε θέλω να δω τίποτα άλλο ποτέ πια
ούτε να νιώσω τίποτα άλλο ποτέ πια

θέλω να πέσω σε λήθαργο βαθύ και να πλέω στη φαντασία μου* για όλο το υπόλοιπο.
στις ζεστές αναμνήσεις που φτιάχνω για τον εαυτό μου, με όλα τα αγαπημένα πρόσωπα και πράματα και μέρη μέσα. εκεί που επιτέλους περνάω ένα βράδυ αληθινά ευτυχισμένη και οι λέξεις παύουν να έχουν κρυφά νοήματα και κρυφές κραυγές βοήθειας από πίσω.

δε θέλω να έχω πια αυτές τις γαμημένες κληρονομημένες ευθύνες
μονάχα η ευθύνη του εαυτού μου μου ναι αρκετή.
αφήστε με να επικεντρωθώ σ αυτήν επιτέλους.

*και είχα γράψει "φαντασία σου" αφηρημένα και γρήγορα στην αρχή γιατί μονάχα εσένα σκέφτομαι

28 φλεβάρη και 1 μάρτη

δεν έχει κρύο μες στο σπίτι' κρυώνω που δεν είσαι δίπλα μου
δεν ζω σε παλάτι' φαντάζει ο χώρος μεγάλος γιατί λείπεις
δεν είμαι μόνη' νιώθω έτσι αφού δεν είμαι μαζί σου

συνειρμικό

έκανα πολλά τσιγάρα στο μπαλκόνι και σκεφτόμουν παάρα πολύ
σαν να έπρεπε να σκεφτώ τα πάντα μέσα σε ένα βράδυ
στραβά τσιγάρα όπως τα κάνεις εσύ
κι όπως τα έκανε εκείνος το βράδυ που τον γνώρισα.
πέρασαν απ' το μυαλό μου όλοι κι όλα
χώθηκαν ανάμεσα στους αδιάκριτους ήχους του καπνού
που πάντα τα βράδια με γεμίζει ενοχές
γιατί είμαι η μόνη στη γειτονιά που σπάει τη σιωπή
παρόλο που περνάνε και αυτοκίνητα και ακούγονται και αυτά που φαντάζομαι πως είναι κουτιά αεριού για θέρμανση.
αποφάσισα πως δεν θέλω να με δει να καπνίζω εκείνος
κι αναρωτιόμουν τι να ονειρεύεται τώρα εκεί μέσα.
και έβλεπα τα παράθυρα τριγύρω και μου φαινόντουσαν πολλά
κι αναρωτιόμουν τι να έκαναν οι άνθρωποι από τη μέσα πλευρά των παραθύρων
και τι να ονειρευόντουσαν αυτοί
και ξαφνικά ήθελα να ξέρω τι ονειρεύονται όλοι οι γείτονές μου και όλοι οι συμπολίτες μου κι εσύ.

στο τελευταίο τσιγάρο με επένεσα γιατί θυμήθηκα τις μέρες που δεν ήξερα να στρίβω και "δες πώς τα  καταφέρνω τώρα".
κρύα χέρια και δυσκολία
και αναδρομή σε φορές που μου έστριψες εσύ τσιγάρα καθησυχάζοντάς με ότι όλοι κάποτε χάνουν για λίγο την ικανότητά τους
και όλες εκείνες τις φορές που μας τα στρίβει για όλη την παρέα εκείνη
και αν άραγε επιβραβεύει κι αυτή από μέσα της τον εαυτό της.

μάλλον δε θα ξεπεράσω ποτέ το άγχος που με πιάνει κάθε φορά που πετάω το μισοαναμένο τσιγάρο κάτω
μην από βλακεία μου πιάσει φωτιά όλη η γειτονιά.
και τι αστείο που περιμένω να αφουγκραστώ τον ήχο που κάνει όταν ακουμπάει άσφαλτο.
και όλα πια μυρίζουν τσιγαρίλα
είσαι ένα κινούμενο τασάκι με παγωμένα δάχτυλα.

πόσο γκρι υπάρχει τελικά, θεέ του ήλιου;
και προβολή ταινίας μικρού μήκους στο μυαλό μου
με τίτλο "το πιο ευτυχισμένο ξύπνημα"
και από πάνω του να προσγειώνονται όλα τα θλιμμένα
κι εκείνο το ένα να μου φέρνει στο νου το μπιζέλι ανάμεσα στα στρώματα της πριγκίπισσας του παραμυθιού.

ναι, τώρα είναι που πρέπει να αποφασίσω τα πάντα
να δω τη ζωή μου να περνάει από μπροστά μου
να αναρωτηθώ για όλα.

σκέφτηκα τόσο πολύ που δε μ αναγνώριζα πια.
ποια είσαι εσύ που σκέφτεσαι τόσο;
πότε ήρθες;
πότε φεύγεις;
Με ρωτάει πότε θα γίνω νορμάλ
και τι κερδίζω με το να είμαι έτσι.
Εγώ μόνο κοιτάω.
Φεύγει.
Αυτό μας έλειπε τώρα.
Στο μυαλό μου, μαζεύονται οι φωνές των ανθρώπων που μου χουν πει κάτι αντίστοιχο
σ' ένα μπουκέτο
και τραγουδάνε έναν ψαλμό
για την καημένη Κ
που δεν μπόρεσε να γίνει "νορμάλ"
κι ο κόσμος τη φοβότανε,
δεν την έπαιρνε στα σοβαρά
ή δεν την καταλάβαινε
Μέχρι που πέθανε
Φυσικά η δική μου φωνή σολάρει κάπου προς το τέλος.

[αυτό μας έλειπε τώρα.
πάνω που, δέκα λεπτά πριν,
είχα νιώσει μια αγάπη για τον εαυτό μου]

***
υ.γ.: είμαι πιο πεπεισμένη και σίγουρη από ποτέ πως για τους ανθρώπους που γράφουν είναι μεγάλη κατάρα να μοιράζονται το γραφείο τους. αφενώς, γιατί δε θα είναι ποτέ δικό τους, παραδομένο
κι αφετέρου, γιατί είναι το μόνο εύκολο να τους προδώσει.
πώς να σου πω ότι
τα πάρτυ δεν είναι πάρτυ χωρίς εσένα
και
τα χέρια δεν είναι χέρια
;
"...και σκαρφάλωσε στο υπεραστικό λεωφορείο μ' ένα εισιτήριο δίχως επιστροφή για το Σαιν Λούι κι απλούστατα εξαφανίστηκε. Καμιά φορά σκέφτομαι ότι αν υπάρχει κόλαση, θα πρέπει να είναι μια αφετηρία λεωφορείων που μουγκρίζει και πνίγεται κι ο κόσμος που προσπαθεί να φιληθεί για έναν τελευταίο αποχαιρετισμό μες τις μπλε εξατμίσεις κι όλοι να χωρίζονται από κείνο το γερο-διάβολο τον οδηγό που χωρίζει τους ανθρώπους φωνάζοντας "Φεύγουμε" μέχρι που δεν μπορείς να δεις τον άλλον παρά μέσα απ' τα τζάμια, με την παλάμη σου ίσως κολλημένη πάνω στο κρύο λείο παράθυρο μέχρι που δεν μπορεί να δει ο ένας τον άλλον άλλο πια."
~γεωγραφία γυναικών