απόφαση (η) ουσ. διατύπωση γνώμης, ύστερα από σκέψη, τελική κρίση|| σκοπός, πρόθεση.
περίπλοκος, -η, -ο επιθ. περιπλεγμένος, πολύπλοκος: περίπλοκο σχέδιο.
μπέρδεμα (το) ουσ. περιπλοκή, μπλέξιμο|| ανακάτωμα διαφορετικών ή παρόμοιων αντικειμένων|| (μτφ.) σύγχυση, λανθασμένη αντίληψη|| (μτφ.) συμμετοχή σε επιζήμια ή δυσάρεστη υπόθεση.
σύγχυση (η) ουσ. ανακάτωμα, μπέρδεμα|| έλλειψη σαφήνειας|| ψυχική ταραχή.
κάποιες φορές δυσκολεύομαι να βρω λέξεις να ντύσω τα λόγια και τις απορίες μου και τα παράπονά μου, να περιγράψω τι νιώθω και τι με κατατρώει.
γι αυτό διασκεδάζω όταν ανοίγω λεξικό.
οι λέξεις μοιάζουν πιο ακίνδυνες εκεί μέσα- τυπωμένες από κάποιον άλλο που δεν με ξέρει- πιο ασήμαντες, πιο ψεύτικες, πιο αχρείαστες.
μακάρι να καταλάβαινες κι εσύ πόσο μικρή είναι
η χρησιμότητά τους και
να σταματούσες να τις ζητάς από μένα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου